Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τυποποιός — ο, Ν κατασκευαστής μητρών, καλουπιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + ποιός] … Dictionary of Greek
τυποποιία — η, Ν [τυποποιός] η τέχνη τού τυποποιού, η κατασκευή μητρών για την αναπαραγωγή τών ομοιωμάτων ενός πρωτοτύπου … Dictionary of Greek